-
1 πλάσσω
πλάσσω, [dialect] Att. [suff] πλασμᾰτ-ττω S.Aj. 148 (anap.), Pl.R. 420c, etc.: [tense] fut. πλάσω ( ἀνα-) Hp.Mochl.2:[tense] aor.Aἔπλᾰσα Hdt.2.70
([etym.] κατ-), Ar.V. 926, etc.; poet.ἔπλασσα Theoc.24.109
; [dialect] Ep.πλάσσα Hes.Op.70
: [tense] pf.πέπλᾰκα Phld. Mus.p.85K.
,D.S.15.11, D.H.Th.41: [ per.] 3sg.[tense] plpf.ἐπεπλάκει Erot.Praef.
: —[voice] Med., [tense] fut.πλάσομαι Alciphr.1.37
: [tense] aor.ἐπλασάμην Th.6.58
, Pl.Lg. 800b, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.πλασθήσομαι Phld.Mus.p.82
K., ( δια- ) Gal.4.619: [tense] aor. , Lys.12.48, Pl.Ti. 26e : [tense] pf. , etc.:—form, mould, prop. of the artist who works in soft substances, such as earth, clay, wax, ἐκ γαίης π. Hes.Op.70, cf. Hdt. 2.47,73; of Prometheus,ὃν λέγουσ' ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἄλλα.. ζῷα Philem.89.1
, cf. Men.535.5 ;π. καθάπερ ἐκ κηροῦ Pl.Lg. 746a
;σχήματα ἐκ χρυσοῦ Id.Ti. 50a
;ἐκ πηλοῦ ζῷον Arist.PA 654b29
;ἀγγεῖον π. κήρινον Id.Mete. 359a1
;οὐκ ἔστιν ἀνδριαντοποιὸς ὅστις ἂν πλάσαι κάλλος τοιοῦτον Philem.72.2
;τοὺς πηλίνους D.4.26
; opp. γράφειν, as sculpture to painting, Pl.R. 510e (so in [voice] Pass., Lg. 668e, Isoc.9.75); τὴν ὑδριαν πλάσαι mould the water-jar, Ar.V. 926 ;σώματα π. θνητά Pl.Ti. 42d
; π. κηρία, of bees, Arist.HA 623b32 ; ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας made clay houses, Ar.Nu. 879; knead bread, Gal.6.313:—[voice] Med., σχῆμα πλασάμενος having formed oneself a figure, Pl.Plt. 297e :— [voice] Pass., to be moulded, made,τὸ δὲ ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται Hdt.3.108
; ;ἂν ἴδωσι.. κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Pl.Lg. 933b
.II generally, mould, form by education, training, etc., π. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσίν, Pl.R. 377c ;σῶμα ἐπιμελῶς Id.Ti. 88c
; ; παιδεύειν τε καὶ π. Id.Lg. 671c:—[voice] Pass., ; of the voice, to be trained, Arist.HA 536b19.III form an image of a thing in the mind, imagine,πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε.. νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον Pl.Phdr. 246c
, cf. R. 420c, 466a ;τῷ λόγῳ τοὺς νόμους Id.Lg. 712b
;τἀρχαῖα Phld.Mus.p.85K.
:—[voice] Pass., ib.p.82 K.IV put in a certain form, τὸ στόμα π. (so as to pronounce more elegantly) Pl.Cra. 414d ; [ κόμιον] Arr.Epict.2.24.24;τὴν ὑπόκρισιν Plu.Dem.7
:—[voice] Med., ἀδήλως τῇ ὄψει πλυσάμενος πρὸς τὴν ξυμφοράν having formed himself in face, i.e. composed his countenance, Th.6.58, cf. D.45.68.V metaph., fabricate, forge,λόγους ψιθύρους πλάσσων S.Aj. 148
(anap.);ψευδεῖς π. αἰτίας Isoc.12.25
;προφάσεις D.25.28
; τί λόγους πλάττεις; Id.18.121, cf. Pl.Ap. 17c ;μὴ πλάσῃς κακόν Men.Mon. 145
;π. ἐπιστολήν Plb.5.42.7
: abs., δόξω πλάσας λέγειν I shall be thought to speak from invention, i.e. not the truth, Hdt.8.80, cf. X.Mem.2.6.37 :—[voice] Med.,πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys.19.60
;ψεύδη X.An.2.6.26
;τῆς φιλανθρωπίας ἣν.. ἐπλάττετο D.18.231
; προφάσεις π. Id.19.215 ;τοιαῦτα πλάττεσθαι τολμᾶτε Id.28.9
;καιρὸν πλάττεσθαι Id.21.187
: abs., πλαττομένους πρὸς ἑαυτούς ( αὐτούς Bonitz) Arist.Rh. 1381b28 : c. inf., Νέρων εἶναι πλασάμενος pretending to be N., D.C.64.9;π. νοσεῖν Gal.19.1
:—[voice] Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος not fictitious, A.Pr. 1030 ; πεπλάσθαι φάσκοντες saying it was a forgery, Is.7.2 ; ;π. ὑπὸ ποιητῶν And.4.23
;ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται D.52.12
. ( πλαθ-Ψω, cf. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος.)
См. также в других словарях:
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… … Dictionary of Greek
Λαγκάς — Αρχαία πόλη της Σουμερίας (στο σημερινό Ιράκ). Το 1877 οι Γάλλοι αρχαιολόγοι Ντε Ζαρζέκ, Κρις, Ντε Ζενουγιάκ και Παρό διεξήγαγαν ανασκαφές στην περιοχή, όπου διαπιστώθηκε ότι η εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων χρονολογείται στα τέλη της 5ης… … Dictionary of Greek